κατάπτωμα

κατάπτωμα
κατάπτωμα
downfall
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάπτωμα — κατάπτωμα, τὸ (AM) [καταπίπτω] μσν. παράπτωμα, σφάλμα αρχ. 1. αυτό που κατέπεσε 2. κατάπτωση 3. (για ασθένεια) αποπληξία, ταμπλάς 4. (φιλοσ.) (στους νεοπλατωνικούς) αυτός που αποτελεί το κατώτατο όριο κάποιου πράγματος («τὸ κατάπτωμα τοῡ ὄντος μὴ …   Dictionary of Greek

  • καταπτωμάτων — κατάπτωμα downfall neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώμασι — κατάπτωμα downfall neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώματι — κατάπτωμα downfall neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώματος — κατάπτωμα downfall neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԽՐԱՄԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0992 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ԽՐԱՄԱՏՈՒԹԻՒՆ διακοπή ruptura κατάπτωμα lapsus, ruina. որ եւ ԽՐԱՄԱՀԱՏՈՒԹԻՒՆ, եւ ԽՐԱՄ. Պատառուած. պատառումն. հերձումն. ճեղքումն. բաժանումն. քակումն. եկ Ծերպ. (եբր. ֆերձ ). *արար տէր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”